Έχει φουντώσει, για πολλοστή φορά, η συζήτηση περί εξόδου από το δημόσιο των επίορκων υπαλλήλων του. Τι σημαίνει όμως επίορκοι; Λογικά, πρέπει να σημαίνει υπάλληλοι που η διοίκηση με τις διαδικασίες της έχει αποφανθεί ότι έχουν παραβιάσει τα καθήκοντά τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να τους προσδίδεται αυτός ο χαρακτηρισμός.
Για όσους λοιπόν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η συζήτηση περιττεύει: δεν πρέπει να φύγουν έπειτα από πιέσεις της Τρόικας ή του οποιουδήποτε άλλου. Πρέπει να φύγουν έτσι κι αλλιώς. Τώρα πόσοι ακριβώς είναι αυτοί, αν είναι 7000, 700, ή 15000, αυτό θα πρέπει επιτέλους η ίδια η ελληνική διοίκηση να το ξεκαθαρίσει πλήρως και με πειστικότητα.
Επίσης, η ίδια η διοίκηση είναι εκείνη που θα πρέπει να δώσει και μία ακόμα απάντηση: πέρα από το πειθαρχικό σκέλος που μπορεί να φτάσει ως την απόλυση, τι είναι εκείνο που έχει οδηγήσει σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις υπαλλήλων του κράτους να χαρακτηρίζονται επίορκοι; Γιατί όταν φτάνει στο σημείο να εφαρμόζεται η ανώτατη πειθαρχική ποινή, είναι πολύ πιθανό πολλές εξ αυτών των περιπτώσεων να έχουν και ποινικό σκέλος. Ούτε αυτό μπορεί να μένει στο σκοτάδι.
Όμως, όλα αυτά, έχουν μία προυπόθεση που είναι εξαιρετικά σημαντική: να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και να είναι αποτέλεσμα αληθινών και διοικητικά ολοκληρωμένων περιστατικών. Και όχι φυσικά ένας πιο «απλός» τρόπος για να γεμίσει το νούμερο των απαιτούμενων απομακρύνσεων.
Σε όποιες περιπτώσεις λοιπόν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ούτε πρέπει να περιμένει κανείς την Τρόικα, ούτε όμως και επιτρέπεται να χρησιμοποιείται αυτή η διαδικασία ως «μαξιλάρι» στις πιέσεις της. Αν και όποτε οι προυποθέσεις συντρέχουν, οι απομακρύνσεις από το δημόσιο πρέπει να γίνονται έτσι κι αλλιώς.
Εδώ, όμως, ίσως αναφύεται ένα πρόβλημα: έχει πραγματικά το δημόσιο εικόνα του αριθμού των αληθινά επιόρκων υπαλλήλων του; Αυτό το «7000» που ακούγεται διαρκώς είναι πραγματικό; Ποιος μπορεί να δώσει μία ξεκάθαρη και «τελεσίδικη» απάντηση;
Πιθανότατα, ουδείς. Και ο λόγος γι αυτό είναι ότι πρόκειται για ένα δημόσιο τομέα που αν ήταν σε θέση να εφαρμόσει τις σχετικές διαδικασίες ως όφειλε και αν μπορούσε να έχει πλήρη εικόνα του πραγματικού ζητήματος, δεν θα ήταν αυτό το δημόσιο, αλλά κάποιο άλλο: είναι δυστυχώς κομμάτι της παθογένειας το να μην μπορεί το δημόσιο να ελέγξει με αντικειμενικότητα και αποτελεσματικότητα τον ίδιο του τον εαυτό.
Όμως αυτή η συζήτηση πρέπει επιτέλους να καταλήξει κάπου: κι αυτό όχι μόνον γιατί οι όσοι επίορκοι πρέπει να φύγουν, αλλά και, επειδή, δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να σέρνεται μια τέτοια κατηγορία εις βάρος όλων των υπολοίπων. Αυτό το ζήτημα, πρέπει κάποτε, επιτέλους, να κλείσει και να μην μπαίνει στο «ίδιο τσουβάλι» με όλα τα υπόλοιπα που έχουν να κάνουν με το μέγεθος του δημοσίου τομέα. Κάτι τέτοιο, επί της ουσίας συνιστά «κουτοπονηριά» - κι αυτές, ας το καταλάβουν επιτέλους όλοι, δεν βγαίνουν σε καλό…
[Του Γεώργιου Π. Μαλούχου από Το Βήμα]
Για όσους λοιπόν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η συζήτηση περιττεύει: δεν πρέπει να φύγουν έπειτα από πιέσεις της Τρόικας ή του οποιουδήποτε άλλου. Πρέπει να φύγουν έτσι κι αλλιώς. Τώρα πόσοι ακριβώς είναι αυτοί, αν είναι 7000, 700, ή 15000, αυτό θα πρέπει επιτέλους η ίδια η ελληνική διοίκηση να το ξεκαθαρίσει πλήρως και με πειστικότητα.
Επίσης, η ίδια η διοίκηση είναι εκείνη που θα πρέπει να δώσει και μία ακόμα απάντηση: πέρα από το πειθαρχικό σκέλος που μπορεί να φτάσει ως την απόλυση, τι είναι εκείνο που έχει οδηγήσει σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις υπαλλήλων του κράτους να χαρακτηρίζονται επίορκοι; Γιατί όταν φτάνει στο σημείο να εφαρμόζεται η ανώτατη πειθαρχική ποινή, είναι πολύ πιθανό πολλές εξ αυτών των περιπτώσεων να έχουν και ποινικό σκέλος. Ούτε αυτό μπορεί να μένει στο σκοτάδι.
Όμως, όλα αυτά, έχουν μία προυπόθεση που είναι εξαιρετικά σημαντική: να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και να είναι αποτέλεσμα αληθινών και διοικητικά ολοκληρωμένων περιστατικών. Και όχι φυσικά ένας πιο «απλός» τρόπος για να γεμίσει το νούμερο των απαιτούμενων απομακρύνσεων.
Σε όποιες περιπτώσεις λοιπόν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ούτε πρέπει να περιμένει κανείς την Τρόικα, ούτε όμως και επιτρέπεται να χρησιμοποιείται αυτή η διαδικασία ως «μαξιλάρι» στις πιέσεις της. Αν και όποτε οι προυποθέσεις συντρέχουν, οι απομακρύνσεις από το δημόσιο πρέπει να γίνονται έτσι κι αλλιώς.
Εδώ, όμως, ίσως αναφύεται ένα πρόβλημα: έχει πραγματικά το δημόσιο εικόνα του αριθμού των αληθινά επιόρκων υπαλλήλων του; Αυτό το «7000» που ακούγεται διαρκώς είναι πραγματικό; Ποιος μπορεί να δώσει μία ξεκάθαρη και «τελεσίδικη» απάντηση;
Πιθανότατα, ουδείς. Και ο λόγος γι αυτό είναι ότι πρόκειται για ένα δημόσιο τομέα που αν ήταν σε θέση να εφαρμόσει τις σχετικές διαδικασίες ως όφειλε και αν μπορούσε να έχει πλήρη εικόνα του πραγματικού ζητήματος, δεν θα ήταν αυτό το δημόσιο, αλλά κάποιο άλλο: είναι δυστυχώς κομμάτι της παθογένειας το να μην μπορεί το δημόσιο να ελέγξει με αντικειμενικότητα και αποτελεσματικότητα τον ίδιο του τον εαυτό.
Όμως αυτή η συζήτηση πρέπει επιτέλους να καταλήξει κάπου: κι αυτό όχι μόνον γιατί οι όσοι επίορκοι πρέπει να φύγουν, αλλά και, επειδή, δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να σέρνεται μια τέτοια κατηγορία εις βάρος όλων των υπολοίπων. Αυτό το ζήτημα, πρέπει κάποτε, επιτέλους, να κλείσει και να μην μπαίνει στο «ίδιο τσουβάλι» με όλα τα υπόλοιπα που έχουν να κάνουν με το μέγεθος του δημοσίου τομέα. Κάτι τέτοιο, επί της ουσίας συνιστά «κουτοπονηριά» - κι αυτές, ας το καταλάβουν επιτέλους όλοι, δεν βγαίνουν σε καλό…
[Του Γεώργιου Π. Μαλούχου από Το Βήμα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου