185 χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου του 1826. Με την αφορμή αυτή, ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Ανυφαντάκης μας θυμίζει τα γεγονότα που οδήγησαν τους ελεύθερους πολιορκημένους Έλληνες της πόλης του Μεσολογγίου, στην θρυλική ΈΞΟΔΟ τους...
...Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων, Δρόμο να σχίσουν τα παιδιά, κι ελεύθεροι να μείνουν, Eκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο...
Διονυσίου Σολωμού "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"
Το καλοκαίρι του 1822 ο νικητής της μάχης του Πέτα Μεχμέτ-Ρεσίτ πασάς ή Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης προέλασαν στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και στα τέλη Οκτωβρίου έφτασαν χωρίς να βρουν αντίσταση έξω από το Μεσολόγγι και άρχισαν την πολιορκία του. Παράλληλα, τρία τουρκικά πολεμικά διέκοψαν την επικοινωνία της πόλης με τη θάλασσα. Οι Κίτσος Τζαβέλας, Μάρκος Μπότσαρης και Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κλείστηκαν στο Μεσολόγγι και οργάνωσαν την άμυνά του.
Η φρουρά αριθμούσε μόλις 360 άντρες και οι τροφές και τα πολεμοφόδια έφταναν για έναν περίπου μήνα. Οι Έλληνες άντεξαν στις επιθέσεις του εχθρού και άρχισαν διαπραγματεύσεις με τον Ομέρ Βρυώνη, προσπαθώντας να κερδίσουν χρόνο, ώσπου στις 8 Νοεμβρίου εφτά υδραίικα πλοία έλυσαν την πολιορκία από τη θάλασσα και αποβίβασαν στο Μεσολόγγι τρόφιμα, πολεμοφόδια και 1.700 Πελοποννήσιους με αρχηγούς τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Κανέλλο Δεληγιάννη και Ανδρέα Ζαΐμη.
Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι για τον εμπαιγμό, άρχισαν πάλι τις επιθέσεις τους, αλλά το Μεσολόγγι προέβαλε ισχυρή αντίσταση. Τελικά οι Τούρκοι επέλεξαν ως μέρα γενικής επίθεσης τα ξημερώματα των Χριστουγέννων, πιστεύοντας ότι οι χριστιανοί θα βρίσκονταν στις εκκλησίες.
Τα σχέδιά τους όμως έγιναν γνωστά από τον Έλληνα κυνηγό του Ομέρ Βρυώνη Γιάννη Γούναρη, ο οποίος θυσίασε τη γυναίκα και τα παιδιά του που κρατούνταν όμηροι στα Ιωάννινα, για χάρη της πατρίδας. Έτσι, οι πολιορκημένοι περίμεναν τους Τούρκους, τους οποίους υποδέχτηκαν με πυκνούς πυροβολισμούς.
Η επίθεση κράτησε τρεις ώρες και κατέληξε σε συντριβή των επιτιθέμενων, που έχασαν 500 άντρες, ενώ οι Έλληνες είχαν μόνο 4 νεκρούς.
Στις 31 Δεκεμβρίου οι Τούρκοι έλυσαν την πολιορκία. Το Μεσολόγγι είχε σωθεί. Στις 2 Ιανουαρίου 1824 έφτασε στο Μεσολόγγι ο Άγγλος φιλέλληνας λόρδος Μπάιρον, τον οποίο υποδέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό ο λαός της πόλης. Ο Μπάιρον με δικά του έξοδα σχημάτισε ένα στρατιωτικό σώμα από 500 Σουλιώτες.
Το σώμα αυτό, με επικεφαλής το Μάρκο Μπότσαρη, βγήκε από το Μεσολόγγι και στις 5 Αυγούστου επιτέθηκε εναντίον των Τουρκαλβανών στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Οι Σουλιώτες νίκησαν τους αντιπάλους, αλλά έχασαν τον αρχηγό τους που σκοτώθηκε και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές στο Μεσολόγγι. Το Πάσχα του 1824 (7 Απριλίου), ο Μπάιρον πέθανε από πνευμονία, προκαλώντας απέραντη θλίψη στους Έλληνες.
Η ζωή μέσα στο Μεσολόγγι συνεχίστηκε με τους υπερασπιστές της πόλης να προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Από τον Ιανουάριο του 1824 άρχισε στην πόλη η έκδοση της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά», με διευθυντή και συντάκτη τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ, η οποία αποτέλεσε το δημοσιογραφικό όργανο του Αγώνα και πρόδρομο της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Από τα «Ελληνικά Χρονικά», που εκδίδονταν μέχρι το Φεβρουάριο του 1826, παίρνουμε πολλές πληροφορίες για τα γεγονότα της εποχής εκείνης.
Β' πολιορκία του Μεσολογγίου.
Παράλληλα με την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, ο τουρκικός στρατός αποτελούμενος από 30.000 άντρες με αρχηγό τον Κιουταχή κατευθύνθηκε προς τη Δυτική Στερεά Ελλάδα και στις 20 Απριλίου του 1825 άρχισε την πολιορκία του Μεσολογγίου. Αυτή ήταν η πρώτη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου (Απρίλιος-Δεκέμβριος του 1825).
Η δύναμη της φρουράς των Ελλήνων ήταν 4.000 πολεμιστές με αρχηγούς τους Ν. Στουρνάρα, Δ. Μακρή, Ν. Μπότσαρη, Κ. Τζαβέλα, Ι. Ίσκο, Δ. Βέικο, Δ. Τσέλιο κ.ά. Οι άμαχοι (γυναικόπαιδα και γέροι) ήταν γύρω στις 12.000 άτομα. Οι Τούρκοι, με επιμονή και αποφασιστικότητα, πλησίαζαν συνέχεια το Μεσολόγγι, κατασκευάζοντας χαρακώματα και βομβαρδίζοντάς το ασταμάτητα.
Οι πολιορκημένοι, όμως, πολεμούσαν γενναία και με επικεφαλής το μηχανικό Μιχάλη Κόκκινη και τους υπονομοκατασκευαστές Κώστα Λαγουμιτζή και Παναγιώτη Σωτηρόπουλο κατόρθωναν να ανατινάζουν τα πολιορκητικά έργα των αντιπάλων.
Η μεγαλύτερη επίθεση των Τούρκων έγινε το πρωί της 21ης Ιουλίου με δύναμη 24.000 αντρών και κατέληξε σε ήττα, ύστερα από άγρια μάχη δυόμισι ωρών. Προηγουμένως ο τουρκικός στόλος είχε αποκλείσει το Μεσολόγγι από τη θάλασσα. Στις 23 Ιουλίου ο ελληνικός στόλος, αφού έτρεψε σε φυγή τον τουρκικό, μετέφερε στην πόλη τροφές, πολεμοφόδια και ξεκούραστα στρατεύματα.
Η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου (Δεκέμβριος 1825-Απρίλιος 1826) άρχισε τυπικά στα τέλη Δεκεμβρίου με την αντικατάσταση των Τούρκων από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ. Το Φεβρουάριο του 1826 Τούρκοι και Αιγύπτιοι ενώθηκαν στην προσπάθειά τους να καταλάβουν το Μεσολόγγι.
Η πολιορκητική τέχνη των Αιγυπτίων ήταν ασύγκριτα ανώτερη από την τουρκική και η κατάσταση των πολιορκημένων άρχισε να χειροτερεύει, καθώς η τελευταία άρση του ναυτικού αποκλεισμού του Μεσολογγίου είχε γίνει στις 7 Ιανουαρίου και από τότε οι αλλεπάλληλες απόπειρες του Μιαούλη να εφοδιάσει την πόλη είχαν αποτύχει.
Στις 25 Φεβρουαρίου έπεσε στα χέρια του εχθρού το προπύργιο του Μεσολογγίου, το Βασιλάδι, και ύστερα από λίγες μέρες τα νησάκια Ντολμάς και Πόρος. Στις 25 Μαρτίου ο Κίτσος Τζαβέλας με 140 άντρες αναχαίτισε τις σφοδρές επιθέσεις των Αιγυπτίων ενάντια στο νησί Κλείσοβα. Αλλά η κατάσταση μέσα στο Μεσολόγγι είχε γίνει πια απελπιστική και η πείνα θέριζε κυριολεκτικά τους πολιορκημένους. Έτσι, αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο στις 10 Απριλίου, Κυριακή των Βαΐων.
Η Έξοδος.
Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, αφού ειδοποίησαν τους Έλληνες του στρατοπέδου της Δερβέκιστας να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στον εχθρό, άρχισαν τη νύχτα του Σαββάτου να βγαίνουν με προφυλάξεις από την πόλη, χωρισμένοι σε τρία σώματα, με αρχηγούς τους Ν. Μπότσαρη, Δ. Μακρή και Κ. Τζαβέλα. Οι άρρωστοι και πληγωμένοι παρέμειναν στο Μεσολόγγι, αποφασισμένοι να πεθάνουν πολεμώντας.
Τα σχέδια, όμως, των Ελλήνων έγιναν γνωστά στον Ιμπραήμ από δύο ξένους αυτόμολους. Μόλις οι πολιορκημένοι όρμησαν εναντίον των εχθρικών γραμμών τούς υποδέχτηκαν πυκνοί πυροβολισμοί, ενώ μια φωνή «πίσω, πίσω μωρέ παιδιά», που ακούστηκε, έφερε μεγάλη σύγχυση και διάσπαση των τριών σωμάτων.
Μερικοί παρέμειναν στις θέσεις τους, άλλοι γύρισαν πίσω στο Μεσολόγγι, αλλά οι περισσότεροι συνέχισαν την πορεία τους πολεμώντας απελπισμένα. Εκείνες τις ώρες ακούστηκε η φοβερή έκρηξη της πυριτιδαποθήκης που ανατίναξε στο Μεσολόγγι ο Χρήστος Καψάλης. Στο μεταξύ η εμπροσθοφυλακή των Ελλήνων συνέχιζε να ανοίγει δρόμο, αποκρούοντας τις επιθέσεις των εχθρών και να διευθύνεται προς το βουνό Ζυγό.
Στην κορυφή του Ζυγού έφτασαν 1.300 μαχητές και περίπου 100 γυναικόπαιδα. Από τους μαχητές σώθηκαν οι Ν. Μπότσαρης, Δ. Μακρής, Κ. Τζαβέλας κ.ά. Μέσα στην πόλη όμως συνεχίζονταν ως την αυγή οι φονικές οδομαχίες και ανατινάξεις.
Στο νησάκι του Ανεμόμυλου ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, αφού με λίγους υπερασπιστές αντιστάθηκε γενναία, έβαλε φωτιά και τίναξε στον αέρα τον Ανεμόμυλο. Οι άρρωστοι και οι πληγωμένοι, που είχαν παραμείνει οχυρωμένοι μέσα σε σπίτια, πολέμησαν μέχρι και την τελευταία στιγμή τον εχθρό.
Γενναία αντιστάθηκαν και όσοι είχαν αποκοπεί κατά την Έξοδο και είχαν ξαναγυρίσει στο Μεσολόγγι. Υπολογίζεται ότι μέσα στην πόλη πυρπολήθηκαν περίπου 2.000 και 1.300 σκοτώθηκαν, ενώ περίπου 1.000 αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους.
Στις συμπλοκές της Εξόδου σκοτώθηκαν 1.700 Έλληνες στρατιωτικοί και πολλά γυναικόπαιδα, ενώ οι Τουρκοαιγύπτιοι είχαν 5.000 νεκρούς. Η ηρωική άμυνα του Μεσολογγίου και το ολοκαύτωμά του προώθησαν όσο τίποτε άλλο την ελληνική υπόθεση στην Ευρώπη, γιατί έδειξαν καθαρά ότι οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να ελευθερώσουν την πατρίδα τους ή να πεθάνουν.
Πολλοί ξένοι ποιητές και καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν από την Έξοδο και την πολιορκία του Μεσολογγίου και δημιούργησαν λαμπρά έργα, ενώ ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την εποποιία «Ελεύθεροι πολιορκημένοι».
Δημήτρης Ανυφαντάκης
Εκπαιδευτικός
Σύμβουλος Δημοτικής Κοινότητας Άνω Λιοσίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου